Η δικαστική απέλαση. Η προστασία του αλλοδαπού υπό το παλαιό και το νέο νομοθετικό καθεστώς.
1.Έννοια και λειτουργία της δικαστικής απέλασης
.Η Δικαστική Απέλαση (deportation) αλλοδαπών είναι η πράξη της δικαστικής αρχής με την οποία εξαναγκάζεται σε απομάκρυνση ο αλλοδαπός. Επιβαλλόταν δυνητικά από το ποινικό δικαστήριο ως μέτρο ασφάλειας ή παρεπόμενη ποινή (κατά τα άρθρα. 74 και 99 παρ.2 ΠΚ), στην περίπτωση που ο αλλοδαπός είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε Διεθνείς Συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα.
2. Οι έννομες συνέπειες της δικαστικής απέλασης.
Οι συνέπειες της δικαστικής απέλασης είναι:
- Η απομάκρυνση του αλλοδαπού από την χώρα,
- Η απαγόρευση επανεισόδου σε αυτή για το χρονικό διάστημα που προβλέπεται. Η δικαστική απέλαση επιβάλλεται έως δέκα έτη (ελλείψει σχετικής πρόβλεψης για την ελάχιστη χρονική διάρκεια της δικαστικής απέλασης, ορθότερο είναι να θεωρηθεί ως ελάχιστο όριο τα 5 έτη όπως συμβαίνει στην περίπτωση της διοικητικής απέλασης),
- Η εγγραφή του στον κατάλογο του ΕΚΑΝΑ και στο Σύστημα πληροφοριών Schengen (S.I.S), κατάλογοι οι οποίοι αποτελούν και τα βασικά τεχνικά μέσα εξασφάλισης της υλοποίησης της απελάσεως.
Ι. Τα μέσα άμυνας του αλλοδαπού κατά της δικαστικής απέλασης πριν την ισχύ του Ν.4619/2019.
Α. Άσκηση των προβλεπόμενων από τον νόμο ενδίκων μέσων.
Η βασική δυνατότητα που παρείχε ο νόμος στον υπό απέλαση αλλοδαπό είναι η άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης που διέταξε την απέλαση του από τη χώρα ή κατά του σκέλους της απόφασης που επέβαλε το μέτρο της δικαστικής απέλασης. Πέρα από την έφεση ο καταδικασθείς αλλοδαπός μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης ή του σκέλους της απέλασης σύμφωνα με το άρθρο 504 ΚΠΔ και για τους λόγους που αναφέρονταν στο άρθρο 510 ΚΠΔ.
Β. Η αίτηση επανόδου του απελαθέντος.
Μια επιπρόσθετη δυνατότητα “αντίδρασης” τους απελαθέντος αλλοδαπού ήταν να αιτηθεί την επάνοδο του στην επικράτεια από την οποία απελάθηκε. Σε αυτή την περίπτωση απαιτούνταν αρχικά η έκδοση απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία επιτρεπόταν η επάνοδος του αλλοδαπού στη χώρα (99 παρ. 3 ΠΚ), και έπειτα από νομοθετική τροποποίηση, απόφαση του συμβουλίου Πλημμελειοδικών μετά από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής (74 παρ. 3 ΠΚ). Συγκεκριμένα:
Β1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης: Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου είχε ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού είχε παρέλθει πενταετία από την απέλαση. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμευόταν από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Ελληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής.
Β2. Με απόφαση του συμβουλίου Πλημμελειοδικών: Το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του Δικαστηρίου που είχε επιβάλλει την απέλαση, μετά από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, μπορούσε να επιτρέψει την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα ύστερα από αίτηση του, αφού είχε παρέλθει μια τριετία από την εκτέλεση της απέλασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χρονικός περιορισμός του προηγούμενου εδαφίου δεν ίσχυε σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής. Το συμβούλιο αποφαινόταν αμετάκλητα και μπορούσε να εξετάσει νέα αίτηση για επιστροφή μόνο μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την απόρριψη της προηγούμενης.
Γ. Αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης της ποινής (565 Κ.Π.Δ).
Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της εκτέλεσης της απέλασης ήταν ο επιφορτισμένος µε την εκτέλεση της απόφασης Εισαγγελέας καθώς και το αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στο οποίο μπορούσε να προσφύγει ο υπό απέλαση αλλοδαπός ή και ο ίδιος Εισαγγελέας σύμφωνα µε το άρθρο 565 ΚΠΔ.
Με την ανωτέρω λοιπόν διάταξη ο αλλοδαπός είχε τη δυνατότητα να υποβάλλει αντιρρήσεις για την άρση των αμφισβητήσεων που είχαν ανακύψει αναφορικά με την εκτέλεση της δικαστικής απέλασης αφού υπήρχε η πιθανότητα να ανακύψουν οψιγενή γεγονότα κατά την εκτέλεση της απόφασης και μετά το αμετάκλητο της, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψιν του δικαστηρίου που την εξέδωσε και συνεπώς να παρακωλύουν την δυνατότητα εκτέλεσης της απέλασης.
ΙΙ. Η Δικαστική απέλαση και τα μέσα άμυνα κατά αυτής έπειτα από την ισχύ του Ν.4619/2019.
Με τον νέο ΠΚ, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου 2019, η δικαστική απέλαση, καταργήθηκε καθώς τα σχετικά άρθρα που την προέβλεπαν έπαψαν να ισχύουν ή καταργήθηκαν μερικώς (74 και 99 ΠΚ).
Πλέον η απέλαση υφίσταται μόνο ως διοικητικό μέτρο καταναγκασμού και επιβάλλεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο. Στις περιπτώσεις όμως έκδοσης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου σε βάρος αλλοδαπού, οι αστυνομικές αρχές δεν κωλύονται να εκδώσουν απόφαση διοικητικής απέλασης, χαρακτηρίζοντας τον επικίνδυνο για τη Δημόσια τάξη, υποκαθιστώντας εμμέσως με αυτό τον τρόπο την καταργηθείσα δικαστική απέλαση.
Παράλληλα, με την κατάργηση της δικαστικής απέλασης, καταργήθηκαν και μια σειρά ευεργετικών διατάξεων υπέρ των απελαθέντων αλλοδαπών, καθώς κρίθηκε ότι δεν υφίστατο πλέον λόγος ύπαρξης τους.
Υφίσταται κατ΄ επέκταση το έξης παράδοξο φαινόμενο: αλλοδαποί, οι οποίοι είχαν απελαθεί δυνάμει δικαστικής απόφασης με το προ ισχύσαν νομικό καθεστώς και επιθυμούν να επιστρέψουν στην χώρα διαθέτουν λιγότερα μέσα νομικής αντίδρασης, αν και θεωρητικά το νέο νομοθετικό καθεστώς παρουσιάζεται ευνοϊκότερο για αυτούς. Συγκεκριμένα, οι σχετικές διατάξεις που προέβλεπαν την επάνοδο του αλλοδαπού στην χώρα έπειτα από την υλοποίηση της δικαστικής απέλασης είτε με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, είτε με απόφαση του συμβουλίου Πλημμελειοδικών καταργήθηκαν, στερώντας ένα σημαντικό “όπλο” από την φαρέτρα του απελαθέντος αλλοδαπού.
Δεδομένου δε ότι τα ένδικα μέσα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή πιθανότατα έχουν εξαντληθεί, η μόνη πλέον δυνατότητα αντίδρασης κατά της επιβληθείσας δικαστικής απέλασης είναι οι αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης της ποινής, όπως ρυθμίζεται στην διάταξη 562 του νέου Κ.Π.Δ, η οποία αντικατέστησε την παλαιά διάταξη του 565 Κ.Π.Δ.